Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2012

Απεχθέστερους όρους ανταλλαγής προμηνύει το αδιέξοδο στις συνομιλίες



Tα πάντα είναι ανοιχτά μετά την διακοπή των συνομιλιών που ανακοινώθηκε την Παρασκευή το απόγευμα, στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές για την εφαρμογή της απόφασης της 27ης Οκτωβρίου 2011 η οποία αφορά το εθελοντικό κούρεμα του δημόσιου χρέους που κατέχουν οι ιδιώτες κατά 50%.

 Εξ αρχής πρέπει να πούμε ωστόσο ότι πρόκειται για μια παγιδευμένη διαδικασία, για μια προσπάθεια των πιστωτών, με την καθοδήγηση της ΕΕ και του ΔΝΤ, να βρούν τη χρυσή τομή που θα μειώνει μεν το ελληνικό δημόσιο χρέος αλλά θα έχει το μικρότερο δυνατό κόστος για τους ιδιώτες κατόχους ομολόγων.

Με άλλα λόγια, από τη μια πλευρά, το οριστικό ναυάγιο των διαπραγματεύσεων, το οποίο θα σημάνει ότι η ανεπίσημη χρεοκοπία της Ελλάδας μετατρέπεται και σε επίσημη, συνιστά όξυνση της κρίσης, ωστόσο από την άλλη πλευρά, μια ευμενής κατάληξη των διαπραγματεύσεων επ’ ουδενί δεν σημαίνει αίσιο τέλος της περιπέτειας για την εθελοντική ανταλλαγή των ελληνικών ομολόγων. Το ακριβώς αντίθετο. Τυχόν θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων – η βαθύτερη ευχή δηλαδή που διατυπώνει ρητά ή άρρητα σύσσωμη η πολιτική ελίτ της Ελλάδας, χάριν της οποίας άλλωστε επιβλήθηκε και το συνταγματικό πραξικόπημα με τον ορισμό της κυβέρνησης του δοτού πρωθυπουργού Λουκά Παπαδήμου – θα σημάνει νέα δεινά και καινούργια περιδίνηση στην κρίση, όχι επίλυσή της. Κι αυτό επειδή (αφήνοντας τα σημαντικότερα για το τέλος) όλα αυτά τα σχέδια στην πιο ιδανική μορφή τους καταλήγουν σε μείωση του ελληνικού δημόσιου χρέους στο 120% του ΑΕΠ, το 2020. Δηλαδή, από κει που ξεκινήσαμε το 2009, και το οποίο επίπεδο χρέους απέχει πολύ από το να χαρακτηριστεί βιώσιμο και διαχειρίσιμο (80%), όπως δείχνει η ελληνική εμπειρία του 2009 και η τρέχουσα ιταλική. 

Κατά συνέπεια ακόμη και με τεχνικούς όρους μια συμφωνία είναι μη εφαρμόσιμη.

 Η λύση της 27ης Οκτωβρίου συνιστά επίσης αρνητική εξέλιξη γιατί προωθεί, κι αυτό είναι το σπουδαιότερο, την αναδιάρθρωση του χρέους στη βάση ενός βαθιά μεροληπτικού καταμερισμού που από την μια επιβάλει κούρεμα στα ομόλογα των ασφαλιστικών ταμείων κι από την άλλη:
  • Πρώτον, αφήνει εκτός κουρέματος τα δάνεια της Τρόικας (73 δισ. μέχρι στιγμής, εκ των οποίων 20 από το ΔΝΤ και 53 από κράτη μέλη της ευρωζώνης, που αποτελούν κλασική περίπτωση παράνομου και απεχθούς δανεισμού καθώς η δανειακή σύμβαση του Μαΐου του 2010 η οποία συνόδευσε το πρώτο δάνειο των 110 δις. ευρώ δεν έχει καν ψηφιστεί από την Βουλή).
  •  Δεύτερον, διασώζει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα που έχει στη διάθεσή της αυτή τη στιγμή η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τα οποία ανέρχονται σε 60 δισ. περίπου ευρώ, παρότι η αποδοχή τους συνοδεύτηκε από ένα κούρεμα της τάξης του 20-30% (Και μόνο δηλαδή το κούρεμα αυτών ακριβώς των ήδη κουρεμένων ομολόγων θα σήμαινε μια ελάφρυνση του δημόσιου χρέους. Η Φρανκφούρτη ωστόσο αρνείται επίμονα να υπαχθεί στην ρύθμιση έτσι ώστε να μην ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, χωρίς παρόλα αυτά να μπορεί κάποιος εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα να διαβεβαιώσει ότι θα το αποφύγει).
  • Η συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου είναι επίσης προάγγελος δεινών επειδή θα συνοδεύεται από νέα λιτότητα, από την αντικατάσταση του ελληνικού δικαίου με το αγγλικό το οποίο θα διέπει τα νέα ομόλογα, βάσει του οποίου οι τράπεζες εξομοιώνονται με τα κράτη αποκτώντας το δικαίωμα κατασχέσεων  κρατικής περιουσίας κ.λπ.
Για όλους αυτούς τους λόγους κανένας εργαζόμενος δεν θα κλάψει αν ναυαγήσει το σχέδιο αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους με πρωτοβουλία των πιστωτών. Μόνο δεινά προμηνύει και γι’ αυτό δεν πρέπει να εφαρμοστεί!

Το αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί τώρα, χωρίς να συνιστά αποτέλεσμα τη συνειδητής παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα που με τη δράση του υπονόμευσε την εφαρμογή και αμφισβήτησε τη σκοπιμότητα του σχεδίου, είναι προϊόν των εγγενών αντιφάσεων που συνόδευσαν την εκπόνησή του από την πρώτη στιγμή. Ειδικότερα, το υπό εξέλιξη ναυάγιο υπογραμμίζει ότι οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις και τα οικονομικά συμφέροντα που οδήγησαν το ελληνικό δημόσιο χρέος στο σημερινό δυσθεώρητο και απειλητικό (για όλους!) ύψος του δεν μπορούν να εγγυηθούν την μείωσή του, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν καν την διαχείρισή του.
Είναι πολύ πιθανό μάλιστα, αν πιστέψουμε τα δημοσιεύματα, να βρισκόμαστε μπροστά σε πραγματικά φαιδρές καταστάσεις, όπου τα συμφέροντα της Ελλάδας αυτή τη στιγμή προασπίζεται με τον πιο σθεναρό τρόπο το ΔΝΤ!
Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές των επίσημων ανακοινώσεων και σύμφωνα με την αρθρογραφία, στο μέτωπο των διαπραγματεύσεων έχουν διαμορφωθεί δύο στρατόπεδα:
  • Στο πρώτο στρατόπεδο, με εκπρόσωπο του το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο που εκφράζεται από τον Νταλάρα και τον Λεμιέρ, εντάσσεται η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση, η οποία σε καμιά περίπτωση δεν εκφέρει γνώμη: παρακολουθεί πειθήνια κι έχει άποψη πάντα εκ των υστέρων, παρακαλώντας να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα αυτό το μαρτύριο που της έτυχε, ανεξαρτήτως αποτελέσματος. Αυτό είναι το «ενδοτικό» στρατόπεδο.
  • Στο άλλο στρατόπεδο, των «ανυποχώρητων», βρίσκονται η Ουάσινγκτον και το ΔΝΤ, οι οποίοι φέρονται να αρνούνται κατηγορηματικά το αίτημα των πιστωτών για επιτόκιο άνω του 5%, θέτοντας ως κόκκινη γραμμή το επιτόκιο του 4%. Το ΔΝΤ δε νοιάζεται προφανώς για τις επιπλέον επιβαρύνσεις που θα σημάνει στους έλληνες φορολογούμενους ένα υψηλό επιτόκιο. Απλώς, επιδεικνύοντας λιγότερο πολιτικό οπορτουνισμό και οικονομική μυωπία από την Γερμανία και την κυβέρνηση του Παπαδήμου (κι έχοντας την εμπειρία της κατάρρευσης άλλων χωρών όπως η Αργεντινή ως αποτέλεσμα της υλοποίησης ανεδαφικών απαιτήσεων) αντιλαμβάνεται ότι και μία περίπτωση στο εκατομμύριο να υπήρχε να αποδεικνυόταν αποτελεσματική και τελεσφόρα η συμφωνία της 27ης Οκτωβρίου, με επιτόκιο σαν κι αυτό που ζητούν τα ιδιωτικά, ακραία κερδοσκοπικά κεφάλαια που έχουν αναγορευτεί σε επίσημους συνομιλητές, κάθε τέτοια περίπτωση εξαλείφεται. Και τότε στην καλύτερη εκδοχή θα είναι θέμα χρόνου μια νέα συμφωνία, που θα σημάνει το άδοξο τέλος της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου, ακολουθώντας την τύχη εκείνης της 21ης Ιουλίου. Στην χειρότερη περίπτωση θα ακολουθήσει μη συντεταγμένη και χωρίς τον δικό τους έλεγχο παύση πληρωμών, που θα θέσει σε κίνδυνο την αποπληρωμή των χρημάτων τα οποία έχει ήδη δώσει το ΔΝΤ. Γι’ αυτά επομένως νοιάζεται κι όχι για τα βάρη που θα πέσουν στις πλάτες των φορολογουμένων.
Η αποτυχία των συναινετικών λύσεων αναδεικνύει σε μονόδρομο την σύγκρουση με τους πιστωτές και το Βερολίνο
 
Ο χρόνος ωστόσο που έχουν μπροστά τους δεν είναι άπειρος, λόγω του ότι στις 20 Μαρτίου λήγει ένα ομόλογο ύψους 14,5 δισ. ευρώ, και συνεπώς πολύ πριν απ’ αυτή τη ημερομηνία πρέπει να έχουν ληφθεί οι σχετικές αποφάσεις.
Τον καθοριστικό ρόλο ωστόσο κι εδώ είναι πολύ πιθανόν να παίξουν οι διεθνείς εξελίξεις που έρχονται να συρρικνώσουν απελπιστικά όχι μόνο τον χρόνο των αποφάσεων αλλά και το εύρος των δυνατοτήτων.
Ειδικότερα, η απότομη επιδείνωση του οικονομικού κλίματος, όπως εκφράστηκε το απόγευμα της Παρασκευής με την άνευ προηγουμένου, σχεδόν εκδικητική, υποβάθμιση 9 χωρών της ευρωζώνης από τους οίκους αξιολόγησης και την απώλεια της ανώτερης δυνατής βαθμολογίας (ΑΑΑ) από τη Γαλλία και την Αυστρία έχει τις εξής άμεσες επιπτώσεις:
  • Πρώτο, μετατοπίζει το κέντρο βάρους της κρίσης χρέους από την Ελλάδα. Όταν υποβαθμίζεται σχεδόν όλη η ευρωζώνη, ποιος νοιάζεται για την τύχη του ελληνικού προγράμματος ανταλλαγής ομολόγων και γιατί να μη θυσιαστεί το ασθενές μέλος, αν πρόκειται έτσι να σωθεί το κυρίως σώμα;
  • Δεύτερο, και σημαντικότερο, τα κεφάλαια που μπορούν να διατεθούν για την Ελλάδα περιορίζονται σημαντικά. Μέχρι στιγμής το «σχέδιο διάσωσης» της Ελλάδας δεν στερείτο κόστους και κινδύνου. Ήταν αναγκαίο κακό, το οποίο θα απέφερε μελλοντικά κέρδη ακόμη και υπό την μορφή της βίαιης αρπαγής του ελληνικού δημόσιου πλούτου. Στο πλαίσιο της συμφωνίας της 27ης Οκτωβρίου (βάσει της οποίας το ελληνικό δημόσιο χρέος θα μειωνόταν κατά 100 δισ. ευρώ) οι ιδιώτες πιστωτές που σε εθελοντική βάση πάντα θα συμμετείχαν στο κούρεμα ύψους 50%, θα ανταμείβονταν εισπράττοντας στο χέρι υπό την μορφή μετρητών το 15% της εναπομείνασας αξίας και το υπόλοιπο 35% σε νέα ομόλογα υπό το αγγλικό δίκαιο. Προσθέτοντας σε αυτό το κόστος και άλλα 30 δισ. που θα λάβουν οι τράπεζες για να αντισταθμίσουν τις απώλειες, φαίνεται πως δεν είναι καθόλου κακή από την πλευρά τους η συμφωνία, αν μάλιστα ληφθεί υπ’ όψη ότι οι πολλοί από τους πιστωτές απέκτησαν τα ελληνικά ομόλογα τους τελευταίους μήνες από την δευτερογενή αγορά στο 30% της ονομαστικής τους αξίας.

Ακόμη όμως κι αυτή η συμφωνία θα μπορούσε να γίνει επωφελέστερη για τους πιστωτές αν βελτιωνόντουσαν οι όροι. Κάτι τέτοιο όμως αποκλείεται μετά την απρόσμενη υποβάθμιση που ανακοινώθηκε την Παρασκευή. Σε αυτό το πλαίσιο η πιθανότητα να ενεργοποιηθούν οι Ρήτρες Συλλογικής Δράσης, να επιβάλλουν δηλαδή το κούρεμα σε όλους τους πιστωτές, έχοντας την έγκριση μόνο του 60-65%, αυξάνεται απότομα. Έτσι όμως ο εθελοντικός χαρακτήρας καταργείται, το κούρεμα χαρακτηρίζεται πιστωτικό γεγονός χωρίς δεύτερη σκέψη από τους οίκους αξιολόγησης, και η χρεοκοπία της Ελλάδας είναι και τυπικά γεγονός, δίνοντας το έναυσμα για μια σειρά δραματικών εξελίξεων.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη δηλαδή κι αν υπάρξει μια θετική (τρόπος του λέγειν) κατάληξη των διαπραγματεύσεων, αυτό το οποίο απέτυχε παταγωδώς είναι το σχέδιο κουρέματος του δημόσιου χρέους με πρωτοβουλία των πιστωτών.

Αναδεικνύεται ως μονόδρομος, σε αυτό το περιβάλλον, η ανακοίνωση παύσης πληρωμών, εδώ και τώρα, με την επίκληση λόγων έκτακτης ανάγκης και σε σύγκρουση με τους δανειστές και το Βερολίνο, που θα δρομολογήσει την έξοδο της Ελλάδας από την ευρωζώνη και την ΕΕ – όρος εκ των ων ουκ άνευ για να επιλυθούν τα νομισματικά ζητήματα που θα προκύψουν, αποτέλεσμα τα παραπάνω των ανυποχώρητων αγώνων του εργατικού μαζικού κινήματος και των αναγκαίων τομών στην πορεία ανάπτυξης μιας ισχυρής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Στην πορεία, η σύσταση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου μπορεί να συμβάλει καθοριστικά προσφέροντας τα απαραίτητα επιχειρήματα ώστε το βάρος της διαγραφής μέρους ή του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους του χρέους να μην το σηκώσουν τα ασφαλιστικά ταμεία (τα οποία θα εξαιρεθούν) ή οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων μικρής αξίας αλλά όλοι οι υπόλοιποι δανειστές.